-
1 παρασκευαζω
(ион. 3 л. pl. ppf. pass. παρεσκευάδατο = παρεσκευασμένοι ἦσαν) чаще med.1) приготовлять, готовить(δεῖπνον Her., NT.)
; med. готовиться(εἴς и πρός τι Xen., Thuc. etc.)
αἱ τράπεζαι παρεσκευασμέναι Arph. — накрытые столы2) заготовлять, запасать(νηῒ οἶνον καὴ ἄλφιτα Thuc.)
3) снаряжать(στρατείαν Thuc.)
ἀκινάκην πάλαι παρεσκευασμένος Xen. — заранее вооружившись кинжалом4) подготовлять, устраивать, доставлять, обеспечивать(δόξαν, εὐδαιμονίαν, med. τὸν βίον μηδὲν δεῖσθαί τινος Plat.)
5) настраивать, делать(τινὰ εὐσεβέστερον Xen.; τινὰ εὐθαρσῆ Polyb.)
π. ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται αἱ ψυχαί Plat. — как можно больше совершенствовать душевные качества;π. τινὰ ἐπί τινα Isae. — настраивать кого-л. против кого-л.;π. τινὴ δικαστήριον Lys. — (тенденциозно) подбирать для кого-л. состав судей -
2 παρα-σκευάζω
παρα-σκευάζω, zurecht oder fertig machen, zubereiten; δεῖπνον, Her. 9, 82; τοῦτο τὸ δεῖπνον παρασκευάζεται, 9, 110; ὀϑόνια, κηρωτὴν παρασκευάζετε, Ar. Ach. 1176; στρατείαν, Thuc. 4, 74; νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα, 3, 49, wie σιτία τινί, Plat. Rep. II, 369 e; δαψιλῆ τἀναγκαῖα σφίσι, Pol. 1, 18, 5; Sp; – bereiten, verursachen, εὐδαιμονίαν, Plat. Conv. 188 d, δόξαν, Rep. II, 361 a, εὐμάρειαν, Legg. V, 738 d; neben μηχανάομαι, Antiph. 1, 28; τινὰ εὐσεβέστερον, Xen. Mem. 4, 3, 17; τοὺς πολιορκουμένους εὐϑαρσεῖς, Pol. 1, 46, 13. – Med. sich zurecht machen, sich rüsten, vorbereiten, ϑεοὺς προςειπεῖν εὖ παρασκευάζομαι, Aesch. Ag. 344; u. so c. inf., Ar. Nubb. 607 Her. 1, 71 Thuc. 3, 110 u. A.; u. mit hinzutretendem ὥςτε, Eur. Herc. Fur. 1241; παρεσκευασμένος ξὺν τῷδε ϑαλλῷ καὶ στέφει προςίξομαι, Aesch. Choeph. 1034, versehen damit, vgl. Ag. 1396; παρεσκευάζετο ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας, Her. 7, 25, vgl. 3, 150; ἐς ναυμαχίην, 9, 96. 99; ὡς εἰς μάχην, Xen. An. 1, 8, 1; πρός τι, Thuc. 3, 69, wie Pol. πρὸς τὸ μέλλον, 4, 61, 4; mit ὡς u. part. fut., παρεσκευάζετο ὡς ἐλῶν ἐπὶ τὸν Ἀπρίην, er rüstete sich, schickte sich an gegen den Ap. zu ziehen, Her. 2, 162. 5, 34. 7, 218. 9, 122; Thuc. 4, 8; παρεσκευάζετο ὡς ἀπιοῦσα, Xen. Cyr. 1, 3, 13; auch ohne ὡς, Thuc. 6, 54; Xen. Hell. 4, 1, 41; der auch ἀκινάκην παρεσκευασμένος vrbdt, Cyr. 7, 3, 14; mit folgendem ὅπως ἔσονται, Plat. Gorg. 503 a, wie Thuc. 2, 99; vgl. auch αὑτὸν παρασκευάζειν ὡς ἔσται βέλτιστος, Plat. Apol. 39 d; u. absolut, νῦν δ', ὥςπερ παρεσκεύασαι πορεύου εἰς ἀγρόν, Crat. 440 e; ἐπειδὴ αὐτοῖς παρεσκεύαστο, Thuc. 1, 46; vgl. παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 100; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν, Plat. Menex. 248 a; – παρασκευασάμενοι ῥήτορας, anstiftend, Is. 1, 7. – Bei Dem. 27, 2 entspricht sich παρασκευάσασϑαι δυναμένους und λέγειν ἱκανούς, auf die mancherlei Machinationen gehend; vgl. αὐτὸς μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται, 29, 27.